δηροβιος

δηροβιος
    δηρόβιος
    δηρό-βιος
    дор. δᾱρόβιος 2
    досл. долговечный, перен. бессмертный
    

(θεοί Aesch.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "δηροβιος" в других словарях:

  • δηρόβιος — και δωρ. τ. δαρόβιος ον (Α) αιωνόβιος, μακροχρόνιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < δηρός + βίος] …   Dictionary of Greek

  • βίος — ο και βιος, το (AM βίος, ο) 1. η ανθρώπινη ζωή 2. ο τρόπος που ζει κανείς («αμέριμνος βίος», «ταλαίπωρος βίος») 3. ο χρόνος, η διάρκεια της ζωής 4. η εξιστόρηση της ζωής κάποιου, η βιογραφία 5. τα αγαθά, τα υπάρχοντα 6. ο πλούτος νεοελλ. 1. η… …   Dictionary of Greek

  • δαροβίοις — δᾱροβίοις , δηρόβιος long lived masc/fem/neut dat pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δαροβίοισι — δᾱροβίοισι , δηρόβιος long lived masc/fem/neut dat pl (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»